Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Ρημαγμένο νταμάρι

Έρχονται ώρες που τι να σου κάνουν πια και τα χαμόγελα,
πέφτουν ένα ένα σαν τα εφτά πέπλα της Σαλώμης,
και στο τέλος απομένεις γυμνός, και τότε αρχίζουν όλα να
κραυγάζουν·
τα μάτια κραυγάζουν: εμείς είμαστε που ρουφήξαμε τόση
ομορφιά,
τα χέρια κραυγάζουν: εμείς είμαστε που συντελέσαμε στην
υποταγή,
το σώμα κραυγάζει: εγώ είμαι που συσπάστηκα στην
κτηνωδία του καλοκαιριού,
οι στίχοι διαλαλούν τα μυστικά μας,
γίναμε πια σαν ιδιωτικό ημερολόγιο σε ξένα χέρια.
Έτσι είναι, δεν ωφελούν πια τα χαμόγελα, όσο κι αν είναι
ανοιχτόκαρδα,
ούτε ωφελεί να κρατάς το στόμα κλειστό όταν όλα κραυ-
γάζουν·
και τι να την κάνεις τη διπλομανταλωμένη αξιοπρέπεια
της σιωπής
τώρα που όλοι ξέρουν ποιους ικετέψαμε, σε ποιες αγκαλιές
συσπειρωθήκαμε,
κι είναι το πρόσωπό μας σα νταμάρι ρημαγμένο
κι είμαστε σαν ψημένα κάστανα που εύκολα τα ξεφλουδί-
ζει κανείς.

Ντίνου Χριστιανόπουλου, από τη συλλογή «Ανυπεράσπιστος Καημός»

Θυμήθηκα το ποίημα του Χριστιανόπουλου καθώς έψηνα  οκτώ ωραία και μεγάλα κάστανα  στο μάτι της κουζίνας και σκέφτηκα να το μοιραστώ μαζί σας, μια που δεν μπορώ να κάνω το ίδιο με τα κάστανα. 


1 σχόλιο:

Margo είπε...

Μετά από αυτό το ποίημα στο νου πώς να τα γδύσεις και ακόμη χειρότερα πώς να κατέβει η μπουκιά;