Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Επτά νύχτες

Έξι μέρες στη σειρά, ξυπνούσε το πρωί και οι πιτζάμες, τα χέρια και το πρόσωπό του ήταν γεμάτα πιτσιλιές. Σηκώνονταν, έβγαζε τις πιτζάμες και προσπαθούσε βιαστικά να απαλλαγεί από τα χρώματα στο σώμα του. Με σκέτο νερό πρώτα και μετά με σαπούνι. Δεν έβγαιναν. Έτσι δοκίμασε νέφτι, που από ένα σημείο και μετά, το είχε μόνιμα στο νιπτήρα του μπάνιου.

Στην αρχή, την πρώτη μέρα, τού ήταν αδύνατον να βρει μια εξήγηση για το φαινόμενο. Τον απασχόλησε έντονα μέχρι να φύγει από το σπίτι και λίγο λιγότερο στη διαδρομή για τη δουλειά. Ύστερα -καθώς η μέρα αποδείχτηκε δύσκολη με πολλές και σοβαρές υποχρεώσεις- το ξέχασε. Στο μεσημεριανό διάλειμμα ωστόσο, πρόσεξε ότι ένα σημείο -και συγκεκριμένα η κόψη της παλάμης του δεξιού χεριού- παρέμενε βαμμένο σκούρο πράσινο. Σχεδόν λαδί. Η πρωινή απορία επανήλθε δριμύτερη.

Άρχισε να ξύνει νευρικά τα υπολείμματα χρώματος με το νύχι του αριστερού δείκτη. Όταν είδε ότι με αυτόν τον τρόπο έφευγαν μικρά τμήματα μπογιάς, το έκανε πιο αργά και μεθοδικά. Για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια και τότε ένοιωσε το νύχι του, να κινείται πάνω στο δέρμα σαν να ήταν ένα πινέλο με σκληρή τρίχα που επίμονα περνούσε και ξαναπερνούσε από το ίδιο σημείο αφήνοντας χρώμα.


Τότε θυμήθηκε το όνειρο. Ήταν ακίνητος σε ένα μάλλον σκοτεινό δάσος, από όπου άκουγε τη ροή ενός χειμάρρου -ή μήπως ήταν ποτάμι;- και στο βάθος, σε μεγάλη απόσταση και σε ένα σημείο που ήταν αρκετά ψηλότερα από αυτό που στεκόταν ο ίδιος, ήταν καθισμένη μια γυναίκα. Διέκρινε μόνο την πλάτη της. Ακόμα πιο πέρα, κοντά όμως στη γυναίκα, ξεχώριζε το πίσω μέρος ενός τελάρου, στημένου πάνω σε ένα καβαλέτο, από το οποίο κάποια στιγμή πρόβαλε μια μορφή. Τόσο το τοπίο, όσο και η μορφή τού θύμιζαν κάτι. Χρειάστηκε να μεταφερθεί νοερά από το δάσος, ως εκεί ψηλά που βρίσκονταν το μοντέλο και ο ζωγράφος, να σταθεί πίσω του για να δει τη μορφή της γυναίκας. Όλα ήταν ξεκάθαρα πλέον.

Το βράδυ, πριν βάλει καθαρές πιτζάμες, έγραψε στο σημειωματάριό του: “Δευτέρα. Μόνα Λίζα, Ντα Βίντσι”. Την επόμενη ξύπνησε με έντονη ζαλάδα, έντονη όσο το μπλε που ήταν καλυμμένα και πάλι, πιτζάμες, χέρια και πρόσωπο. Σηκώθηκε, έβγαλε και πέταξε τις πιτζάμες στα άπλυτα και έριξε σε ένα σφουγγάρι μπόλικο νέφτι. Καθώς καθάριζε το δέρμα του, πρόσεξε ότι το χρώμα αυτή τη φορά είχε απλωθεί σε παχύ στρώμα και δεν ήταν ομοιόμορφο, αλλά το μπλε  χάραζαν λευκές και κίτρινες πινελιές.

Στο μετρό για δυο δευτερόλεπτα έσβησαν τα φώτα κι όταν άναψαν και πάλι, ως επιφοίτηση φανερώθηκε ο πίνακας στου οποίου το φόντο βρέθηκε την προηγούμενη νύχτα. Χωρίς να το θέλει, του ξέφυγε ένα κάπως δυνατό “Μπαγάσα Βίνσεντ!” που άκουσαν οι διπλανοί του και διακριτικά απομακρύνθηκαν, όσο βέβαια ήταν δυνατόν, καθώς το βαγόνι ήταν γεμάτο. Δεν το πρόσεξε καν καθώς σκεφτόταν ότι σε αυτές τις άγριες κυκλικές πινελιές του Ολλανδού αυτόχειρα οφείλονταν η πρωινή του ζαλάδα.

Την Τετάρτη βγήκε από τον ύπνο και από το φόντο κατάμαυρος. Ήταν η Νυχτερινή περίπολος που δυσκολεύτηκε αρκετά να εντοπίζει. Μετά τη δουλειά, πήγαινε για ψώνια. Αγόρασε τρία καινούρια ζευγάρια πιτζάμες και ένα λίτρο νέφτι καθώς αυτό που είχε, κόντευε να τελειώσει. Το Σάββατο, έβαλε στο πλυντήριο τις παλιές και τις καινούριες πιτζάμες, ξέροντας εκ των προτέρων ότι τα λάδια δεν θα έβγαιναν. Τις άπλωσε με τη σειρά μουρμουρίζοντας τις αντίστοιχες μέρες, τους τίτλους των έργων και τους ζωγράφους.

Δευτέρα, Μόνα Λίζα, Ντα Βίντσι. Τρίτη, Έναστρη νύχτα, Βαν Γκογκ. Τετάρτη, Νυχτερινή περίπολος, Ρέμπραντ. Πέμπτη, Η Κραυγή, Μουνκ. Παρασκευή, Γκουέρνικα, Πικάσο και Σάββατο, Τα Νούφαρα, Κλωντ Μονέ”. Άπλωνε μουρμούριζε και θυμόταν ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια των ονείρων της βδομάδας. Όταν τέλειωσε, κοιτάζοντας τα δώδεκα ρούχα κρεμασμένα στο σχοινί με εικοσιτέσσερα μανταλάκια, αναρωτήθηκε ποιός θα ήταν ο επόμενος πίνακας. Γιατί ήταν σχεδόν βέβαιος ότι αυτά τα όνειρα θα συνεχίζονταν.

Το βράδυ του Σαββάτου, επέστρεψε στο σπίτι αργά, ελαφρώς μεθυσμένος. Άφησε τις κυριακάτικες εφημερίδες που είχε αγοράσει στο τραπέζι της κουζίνας και βγήκε στο μπαλκόνι για να μαζέψει τις πιτζάμες. Ήταν ακόμα νωπές. Κοίταξε τον ουρανό. Είχε ξαστεριά, όχι λαμπρή σαν του Βίνσεντ, μα ξαστεριά . Μπήκε μέσα και ήπιε μονορούφι ένα ποτήρι νερό. Ξεντύθηκε και έπεσε στο κρεβάτι γυμνός. Είχε ακόμα ανοιχτά τα μάτια του όταν άκουσε ένα μακρινό επαναλαμβανόμενο ήχο. Ένα απροσδιόριστο τικ τικ τικ. Προσπαθούσε να εντοπίσει την πηγή και να ορίσει την υφή του ήχου αλλά πριν τα καταφέρει, αποκοιμήθηκε. Ο ύπνος του ήταν ταραγμένος.

Πριν ανοίξει τα μάτια του την επόμενη, ένιωσε μετά από πολύ καιρό  την πρωινή του στύση. Τη ζύγισε με το χέρι του, τη θαύμασε σαν ξένη μα καθόλου φορτική, αλλά ξαφνικά σταμάτησε. Πέταξε τα σκεπάσματα με την αγωνία “τώρα θα πρέπει ολόκληρος να τριφτώ με νέφτι” και κοίταξε το σώμα του. Ήταν καθαρό, τουλάχιστον όσο μπορούσε να δει. Με την παλάμη του αναζήτησε ίχνη χρώματος στην πλάτη. Η κίνηση τού προξένησε δυνατό πόνο, που έκανε τη στύση του να υποχωρήσει. Με τις άκρες των δακτύλων του εντόπισε σκόνη. Παραξενεύτηκε. Διέτρεξε το σώμα του με προσεκτικές κινήσεις· ήταν όλο καλυμμένο. Μόλις τα μάτια του συνήθισαν στο μισοσκόταδο του δωματίου, διαπίστωσε ότι και τα σεντόνια ήταν γεμάτα με αυτή τη μυστηριώδη άσπρη σκόνη.

Σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι. Ήταν πιασμένος σαν να πάλευε άγρια όλο το βράδυ. Μπήκε στη ντουσιέρα και άφησε για ώρα καυτό νερό να πέσει στην πλάτη του. “Τί διάολο!” σκέφτηκε, “ούτε αν κουβαλούσα όλη τη νύχτα μάρμαρο δεν θα ήμουν σε αυτά τα χάλια”. Ντύθηκε κι ετοίμασε καφέ τόσο κακόκεφος που δεν μπήκε καν στον κόπο να κάνει εικασίες για την προέλευση της σκόνης. Κάθισε και άρχισε να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες διαβάζοντας αποσπασματικά αδιάφορα άρθρα. Πότε πότε έσκυβε να δει το αριστερό του πόδι. Είχε διαρκώς την αίσθηση ότι κάποιος τού το τραβούσε. Πολύ γρήγορα βαρέθηκε.

Σηκώθηκε για να βάλει δεύτερο καφέ. Πριν κάνει το πρώτο βήμα τεντώθηκε. Δεν πονούσε όσο πριν κι έτσι τεντώθηκε ακόμα περισσότερο. Ήταν ανακουφιστικό. Μόλις πήγε να χαλαρώσει, στο κατέβασμα των χεριών ένιωσε ξαφνικά, ότι ένα παλλόμενο σώμα πάλευε να ξεφύγει μακριά από το δικό του. Το σώμα της γυναίκας που κρατούσε άγρια στα χέρια του. Έκλεισε τα μάτια κι είδε λευκό. Όχι, δεν ήταν το κόντρα φως που έμπαινε από το παράθυρο· ένα πάλευκο στήθος έστεκε μπροστά στο πρόσωπό του. Έτσι να έκανε, θα άρπαζε στο στόμα του τη σκληρή, πέτρα ρώγα της Σαβίνας.

Πήγε στην κουζίνα, έβαλε καφέ και ήπιε μια γουλιά. Κοίταξε έξω. Στο μπαλκόνι, οι πιτζάμες του φτεροκοπούσαν στον αέρα που είχε σηκωθεί, καθαρές, χωρίς ίχνος χρώματος, απλωμένες από την προηγούμενη στο σχοινί της μπουγάδας. Φαινόταν στεγνές. Άφησε το φλιτζάνι στον νεροχύτη και βγήκε να τις μαζέψει. Ένα μανταλάκι έπεσε και το τικ στο δάπεδο του μπαλκονιού, έμοιαζε κάπως με τα επαναλαμβανόμενα τικ τικ τικ της σμίλης του Τζιοβάνι ντα Μπολόνια που τον λάξευε όλη τη νύχτα.


*Η εικόνα, λεπτομέρεια από τη Μόνα Λιζα. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μυθιστορηματική τοιχογραφία η ανάρτησή σας.
Σίρο Ρεδόνδο